ἀναθεματισμοῦ

ἀναθεματισμοῦ
ἀναθεματισμός
a cursing
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναθεματούρι — το το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες τού αναθέματος, ο τόπος τού αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα τού αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + ούρι] …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”